- τουρλωτός
- -ή, -ό, Ν [τουρλώνω]1. φουσκωτός, εξογκωμένος2. αυτός που προεξέχει.επίρρ...τουρλωτά Νμε τρόπο που να προεξέχει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουρλωτός — ή, ό τουρλωμένος, φουσκωτός, καμπουρωτός: Τουρλωτή κοιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρουλωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει σχήμα τρούλου, τουρλωτός: Τρουλωτή στέγη. 2. που είναι στεγασμένος με τρούλο: Τρουλωτή εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουσκωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχήμα φούσκας, ο φουσκωμένος, ο εξογκωμένος. 2. κυρτός, καμπουρωτός, τουρλωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)